επισκυθρωπάζω

επισκυθρωπάζω
ἐπισκυθρωπάζω (Α)
είμαι ή γίνομαι σκυθρωπός, βλοσυρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπισκυθρωπάζειν — ἐπισκυθρωπάζω look gloomy pres inf act (attic epic) ἐπισκυθρωπάζω look gloomy pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυθρωπάζων — ἐπισκυθρωπάζω look gloomy pres part act masc nom sg ἐπισκυθρωπάζω look gloomy pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυθρωπάσοιτε — ἐπισκυθρωπάζω look gloomy fut opt act 2nd pl ἐπισκυθρωπάζω look gloomy fut opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκυθρωπάσασαι — ἐπισκυθρωπάσᾱσαι , ἐπισκυθρωπάζω look gloomy aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) ἐπισκυθρωπάσᾱσαι , ἐπισκυθρωπάζω look gloomy aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπισκυθρωπάζω — Α κοιτάζω σκυθρωπά κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισκυθρωπάζω «είμαι σκυθρωπός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”